- κεντροβαρής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που έχει διεύθυνση προς το κέντρο του βάρους: Κεντροβαρής επιτάχυνση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεντροβαρής — ές (Μ κεντροβαρής, ές) αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο βάρους ενός σώματος («κεντροβαρής άξονας») νεοελλ. αυτός που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στη μέση («κεντροβαρές σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βαρής (< βάρος), πρβλ. καρη βαρής … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
κεντροβαρικός — ή, ό (Α κεντροβαρικός, ή, όν) [κεντροβαρής] νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στο κέντρο βάρους αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ κεντροβαρική η θεωρία τού κέντρου τής βαρύτητας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κεντροβαρικά τίτλος πραγματείας τού Αρχιμήδη για το… … Dictionary of Greek